- αιματώ
- (I)(-άω)(Α αἱματῶ) [αἷμα]διψώ για αίμα.————————(II)αἱματῶ (-όω) (Α)1. αιματώνω, βρέχω με αίμα2. σφάζω, φονεύω3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱματῶ — αἱματάω to be bloodthirsty pres imperat mp 2nd sg αἱματάω to be bloodthirsty pres subj act 1st sg (attic epic ionic) αἱματάω to be bloodthirsty pres ind act 1st sg (attic epic ionic) αἱματάω to be bloodthirsty pres subj act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματώνω — (Α αἱματῶ, όω) 1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα 2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω 3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου 4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές… … Dictionary of Greek
αιμώ — αἱμῶ ( όω) (Α) αιματώ, ματώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα παράλληλος τ. τής λ. αἱματῶ ( όω)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιμάτωμα — Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω… … Dictionary of Greek
αιμάτωση — η (Α αἱμάτωσις) [αἱματῶ] νεοελλ. 1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής τού σώματος 2. ρύση αίματος από αγγεία τού σώματος·|| αρχ. μετατροπή σε αίμα, αιματοποίηση … Dictionary of Greek
εξαιματώ — ἐξαιματῶ, όω (Α) [αιματώ] μετατρέπω σε αίμα … Dictionary of Greek
καθαιματώ — καθαιματῶ, όω (Α) καθαιμάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἱματῶ «είμαι αιμοδιψής»] … Dictionary of Greek
ματώνω — (Μ ματώνω) 1. χάνω αίμα, αιμορραγώ («τα σωθικά ματώσασι και αίμα πολύν εφτύσα», Ερωτόκρ.) 2. προκαλώ ροή αίματος, τραυματίζω 3. φρ. «μού ματώνει την καρδιά» μέ πληγώνει ψυχικά, μού προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἱματῶ < αἷμα, ατος] … Dictionary of Greek
συναιματούμαι — όομαι, Μ είμαι κηλιδωμένος με αίμα μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἱματῶ, οῦμαι (< αἷμα, ατος)] … Dictionary of Greek